μεταμερής

μεταμερής
-ές
1. χημ. ο σχετικός με χημική ένωση ισομερή προς άλλη λόγω μεταμέρειας
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταμερές
βιολ. καθεμιά από τις όμοιες υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούν στη μεταμέρεια ζώων όπως είναι τα αρθρόποδα και οι πολύχαιτοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”